- νταντεύω
- [νταντά (ΙΙ)]1. περιποιούμαι και φροντίζω έναντι μισθού βρέφος ή μικρό παιδί, είμαι νταντά2. μτφ. περιποιούμαι υπερβολικά κάποιον σαν βρέφος, τόν κανακεύω, τόν υπηρετώ σαν μικρό παιδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νταντεύω — νταντεύω, ντάντεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής